- παρεδρείας
- παρεδρείᾱς , παρεδρείαattendancefem acc plπαρεδρείᾱς , παρεδρείαattendancefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεδρεία — ἡ, Α [παρεδρεύω] 1. το να κάθεται κάποιος δίπλα ή κοντά σε άλλον, η συγκαθεδρία 2. η προσεκτική μελέτη 3. φρ. «οἱ ἀπὸ τῆς παρεδρείας» οι πάρεδροι … Dictionary of Greek